Πρέντραγκε Μουσλερίμοβιτς 7-the end before everything end

Κεφάλαιο 1




1989 Σοβιετική Ένωση- Γεωργία
   Όλα  εκείνο το  ανοξιάτικο πρωί της Κυριακής  δείχναν πως  επρόκειτο για έναν ακόμη τυπικό  ποντιακό γάμο σε κάποιο απ τα βραχώδη  ορεινά  χωριά της  Γεωργίας
  Ο  Βίκτωρ, ο Βίκτωρας  ήταν ιδιαίτερα αγαπητός σε όλους
Ζούσε παντρεμένος  χρόνια με την Βανέσσα και   έβγαζε  τα προς το ζειν παίζοντας τον κεμετζέ του σε  γάμους, βαφτίσια και πανηγύρια
   Έκλεινε μόλις 7 μήνες εκείνο το πρωινό που χε  επιστρέψει απ την θητεία του  στην κόλαση του  Αφγανιστάν
   Η Βανέσα ήταν ακόμη δίπλα του και  η  ζωή του έμοιαζε  να κυλά πλέον όμορφα και γαλήνια  στα ψηλά  βουνά του Καυκάσου
   Τον παρακάλεσε να την πάρει μαζί του στον γάμο. όλο έφευγε και έμενε τα  Σαββατοκύριακα μόνη. Την καταλάβαινε 
-Πρέπει να   συνεννοηθώ με τον γαμπρό όμως. Καταλαβαίνεις ε; την ρώτησε
  Η  Βανέσα πάντα τον καταλάβαινε όπως και αυτός  άλλωστε
Κούνησε η κοπέλα το κεφάλι και αυτός τη αγκάλιασε και της  ψιθίρισε
-Δεν έχουμε μαλώσει ποτέ
-Επειδή είμαστε ένα
-Φοβάμαι πως  μια φορά θα μαλώσουμε και θα ναι  άσχημο
-Σου είπα Βίκτωρ. Είμαστε ένα. Την μέρα που θα  χωρίσουμε  θα πεθάνουμε

Ο  Βίκτωρ  χαμογέλασε. Τότε θεώρησε πως  όλα αυτά ήταν λόγια του αέρα που λένε οι άνθρωποι...τώρα όμως που καθόταν σε μια μεγάλη πέτρα με  το εργοστάσιο του Τιτάν να ορθώνεται  σαν γίγαντας από πίσω του  στην  δυτική μεριά της πόλης αντιλαμβανόταν πόσο δίκιο είχε η Βανέσα  τότε
  Μίλησε στο τηλέφωνο με τον Τότκη
-Πλάκα  κάνεις; φώναξε ο Τότκης, παντρεύομαι και με ρωτάς αν θα  χω πρόβλημα  να φέρεις και την γυναίκα σου  στον γάμο;
-Δεν σας ζητάω να   την φιλέψετε στο γλέντι. Θα πληρώσω εγω...
-Σους...σταμάτα , με προσβάλλεις
-Μα...
-Φέρε την  Βανέσα στον γάμο, και  γω και η  Λυδία θα  χαρούμε να την γνωρίσουμε όπως  χαρήκαμε που γνωρίσαμε εσένα. Τα αδέρφια μας δεν είναι ποτέ  βάρος  εγροίξες;
-Εγροίξα, ευχαριστώ σε πολλά


Το  σκηνικό  ήταν εκπληκτικό
Απ το χάραμα  ο  Βίκτωρ βάραγε τον κεμετζέ του στην αυλή του  γαμπρού μαζί με τον  Δήμο που  χτυπούσε το νταούλι και τον Δημήτρη που έπαιζε το τολούμν , την καυκασιανή γκάιντα
   Οι συγγενείς του   γαμπρού και οι φίλοι  ξεκίνησαν να συγκεντρώνονται
  Το  κρασί και η  βότκα ξεκίνησε μαζί με  τα πρώτα  εδέσματα να  ρέουν
  Στον Καύκασο δεν σταματάς ποτέ να πίνεις  βότκα
Η  Βανέσα καμάρωνε τον άντρα της που έδινε  χαρά με την μουσική του   σε  αυτούς τους φτωχούς  πόντιους  του Καυκάσου
 Θυμήθηκε τον δικό τους γάμο
Έγινε στα βιαστικά   πριν  φύγει   για να  υπηρετήσει  την  Σοβιετική Ένωση στο Αφγανιστάν....τώρα όλα αυτά  είχαν περάσει  όμως

  Απ την μεγάλη πέτρα μέσα στα χωράφια  πίσω απ το Τιτάν κοιτούσε  αυτό το  βράδυ  τα  αμάξια  στο βάθος του  δρόμου  που  κατευθύνονταν προς το Δερβένι
  Δάκρυσε και άναψε  τσιγάρο
Μετά  άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τον κεμετζέ  του που ήταν στερεωμένος  στον βράχο


  Η ώρα είχε πάει 11
Οι φίλοι του  γαμπρού πήραν την τριάδα  των μουσικών και ξεκίνησαν να  περπατάνε υπό τους ήχους της μουσικής τους μέσα στους δρόμους του ορεινού καυκασιανού  χωριού
Από πίσω ακολουθούσαν γεωργιανοί,μιγγρέλλοι-μουσουλμάνοι  γεωργιανοί,  τουρκογενείς κάτοικοι, εβραίοι,αζέροι, αρμένιοι 
Σκληροί και δίκαιοι  άνθρωποι όλοι τους.
Χορεύαν  στον δρόμο πηγαίνοντας προς το σπίτι της νύφης
Δεν γινόταν αλλιώς
Οι  φίλοι του γαμπρού θα  αρπάζάν την νύφη να την πάνε στον φίλο  τους που την περίμενε  στην εκκλησία


Οι γονείς της Λυδίας  κλαίγανε από χαρά
Οι φίλες της  την αγκαλιάζαν
Η κουστωδία  των φίλων άρπαξε την Λυδία και βαδίζαν προς την εκκλησιά
Μπροστάρηδες οι τρεις  οργανοπαίκτες



Παίζαν  τόσο δυνατά την μουσική τους όπως το έθιμο όριζε
Αυτή ήταν μια μέρα χαράς και  η χαρά έπρεπε να μεταδοθεί δια της μουσικής  σε όλα  τα φαράγγια , τα λαγκάδια και τις βουνοκορφές της περιοχής


Η κουστωδία παρέδωσε  την νύφη  στον  γαμπρό που  την περίμενε  στα σκαλιά της εκκλησίας


Όσο ολες οι φυλές του χωριού ήταν κλεισμένες στην εκκλησία παρακολουθώντας το μυστήριο του  γάμου  μια  ομάδα από  τζιπάκια  λάντα  νίβα ανέβαινε προς  το χωριό  απ τον μοναδικό φιδωτό  δρόμο  
Κανείς δεν ήταν έξω  για να αντιληφθεί την έλευση τους


Ο  Βίκτωρ  πήρε μια ακόμη τζούρα και μετά κατέβασε απ το μπουκάλι στα δεξιά του  μια  γερή γουλιά βότκα
Στα αριστερά του  πάντα στερεωμένη όρθια στην πέτρα  η  ποντιακή του λύρα - λες και ήταν  ο σύντροφος που ποτέ δεν τον αποχωριζόταν



Το  νεόνυμφο ζευγάρι οδηγήθηκε  υπο τους ήχους πάντα της μουσικής   στην πλατεία του χωριού όπου είχε διαμορφωθεί ο χώρος ώστε να στηθεί το γλέντι
Τα γλέντια  του γάμου  στον Καύκασο μπορεί και να διαρκούσαν  μέρες ολόκληρες


Οι  τρεις μουσικοί έπαιζαν  ασταμάτητα
Ο κόσμος  έτρωγε και χόρευε
Χόρευε και έπινε
Ακόμη και τα  ψητά που  ερχόταν στα  τραπέζια  ήταν λουσμένα στην βότκα πριν μπουν στον παλιό  πετρόχτιστο  φούρνο


Και  ξαφνικά όλα  σταμάτησαν σε μια στιγμή
Ο Βίκτωρ  θυμόταν  ένα  χαμόγελο της Βανέσας
Το μάτι του πριν χαμογελάσει  είδε από πίσω της να  φρενάρουν τα  τζιπ.
Πριν καν  φρενάρουν  πετάχτηκαν από αυτά  αμέτρητοι  ένοπλοι
Πριν πεταχτούν  τα  πολυβόλα  τους γαζώναν τον κόσμο
Πριν γαζώσουν τον κόσμο το χωριό είχε  ξεκληριστεί


Ακόμη και τώρα  που καθόταν στην πέτρα  πίσω απ το εργοστάσιο τσιμέντου δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν έτρεξε προς την Βανέσα. Γιατί δεν έκανε ένα άλμα να πέσει πάνω της να την βγάλει απ το πεδίο  βολής  των ενόπλων
Γιατί;

Ο επικεφαλής των ενόπλων φρόντισε να  γαζώσει τους πάντες
Ο ίδιος ο Βίκτωρ  σύμφωνα με τν  θρύλο δέχτηκε  10 σφαίρες...όμως έζησε


Κοίταξε ξανά  τον δρόμο που οδηγούσε τα αμάξια στο Δερβένι
Έστρεψε το βλέμμα  προς τον ουρανό
Ξημέρωνε
Ξημέρωνε στην Θεσσαλονίκη και   τόσα χρόνια μετά   είχε εντοπίσει τον άνθρωπο που ξεκλήρισε ένα χωριό, τον άνθρωπο που σκότωσε την Βανέσσα
   Σήμερα  ήταν πιο ισχυρός από  τότε όμως όπως είχε  πει η Βανέσα
"Σου είπα Βίκτωρ. Είμαστε ένα. Την μέρα που θα  χωρίσουμε  θα πεθάνουμε"
από εκείνη  την μέρα  ο Βίκτωρ  ήταν ένας νεκρός άνθρωπος που τριγυρνούσε  στον Καύκασο
Ο δρόμος της εκδίκησης   τον έφερε στην Θεσσαλονίκη....



Κεφάλαιο 2</i>

Όλοι  ζούσαν  στους ρυθμούς της προετοιμάσίας  για την μέγαλη μάχη
Ο  Βαλέριος  ξυπνούσε μαζί με τον Γιούρι απ το πρωί.
Τρέχαν  για  ζέσταμα στο πάρκο και μετά ξεκινούσαν την σκληρή προπόνηση

Πατέρας και γιος 
Η παλιά γενιά του Καυκάσου σύμφωνα με την παράδοση μεταλαμπάδευε την γνώση της πάντα στην νέα  γενιά

Ως το μεσημέρι  δοκιμάζαν νέες λαβές, άλματα στον αέρα ,  τεχνικές πάλης   στο έδαφος , χτυπήματα με το πόδι και με την γροθιά
-Δεν αντιμετωπίζεις έναν άνθρωπο αλλά 100. Αν μπορέσεις να νικήσεις τους 100  θα μπορέσεις να νικήσεις και τον έναν, φώναζε ο Βαλέριος, δεν είσαι τίποτα. Είσαι ένα μηδενικό. Μην χαίρεσαι  για  όσα σου έμαθα. Μην επαναπαύεσαι
Μην γίνεις πούστης  στην ζωή σου
Γίνε άντρας
Κατάλαβες;
Φώναζε και τον έσπρωχνε
-Δεν είσαι τίποτα. Ένα μηδενικό χειρότερο και απ τον Βόσνιο  είσαι Θες να  γίνεις κάτι στην ζωή  σου;
-Θέλω, φώναζε ο Γιούρι
-Δεν σ άκουσα
-Θέλω , ούρλιαζε  ακομη πιο  δυνατά
-Πρέπει να  σαι πούστης γιατί  δεν ακούω τίποτα. 
-Θέλω  , θέλω να γίνω τα πάντα
-Μην το λες σε μένα , πες το σε αυτούς, του  φώναξε ο Βαλέριος και έδειξε με το χέρι του  τον Αλιόσα και την παρέα του που  κατευθύνονταν κατά πάνω του, μόνο ένας πούστης δεν μπορεί να δείρει και τους  10
  Οι 10 ορμούσαν πάνω στον Γιούρι που με  κινήσεις και λαβές  απόφευγε  τα χτυπήματα τους  και ανταπέδιδε παράλληλα
  Μόλις  τους εξουδετέρωσε  γυρισε και κοίταξε τον πατέρα σου
-Εγώ δεν έκανα γιο  έκανα πούστη. Νομίζεις πως  επειδή νίκησες αυτά τα παιδαρέλια  πως είσαι κάτι; του πε και του δειξε κάποιους  φίλους του  πιο έμπειρους στην πάλη να  ορμάνε πάνω του 
Ο  Γιούρι δεν περίμενε να  φτάσουν προς το μέρος του. Έτρεξε κατά πάνω τους  και  ξεκίνησε να τους χτυπάει με  ενάεριες κλωτσιές
Οτάν τους ξαπλωσε όλους κάτω  στράφηκε απειλητικά προς τον πατέρα του
-Δεν φτάνει αυτό μόνο
-Ναι
-Ναι
-Ναι
-Σήμερα έδειρες τους πάντες , δεν φτάνει αυτό. Αύριο πρέπει να  χτυπήσεις κάτι παραπάνω απ τους πάντες. Κατάλαβες;
-Ντά , ούρλιαζε ο Γιούρι
Ο  Βαλέριος  τον αγκάλιασε

Κεφάλαιο 3



Στο  χωριό Λιβάδι  η ζωή  πάντα κυλούσε  ήρεμα. Ευρισκόμενο   έξω απ τα απομακρυσμένα   προάστια  της Θεσσαλονίκης  ήταν δύσκολα  προσβάσιμο  για  πολύ κόσμο παρά την ομορφιά του

Η ηρεμία του τόπου όμως έσπασε αυτό το πρωινό
Φρόντισε  για αυτό ο Μπέρκ , ο  τρελο ιρλανδός που  οδήγησε τον Μουσλερίμοβιτς  ως εκεί κρατώντας στο ένα χέρι του  ένα λαπ τοπ και στο άλλο ένα μπουκάλι καλό  ιρλανδέζικο ουίσκι
Καθίσαν  το ύπαιθρο και άνοιξε το  λάπ τοπ. Έβαλε  σε  βίντεο  να παιξει μια απ τις μονομαχίες  του  Πρέντραγκε με τον Γιούρι
-Βλέπεις πως τις  τρώς;  Η ταχύτητα του πιτσιρικά  είναι ασύλληπτη.
-Αντέχω το ξύλο
-Αυτό  ναι λίγο ισχύει αλλά όσο και να  αντέχεις  δεν φτάνει. Στο τέλος θα  φας ένα  θανάσιμο  χτύπημα και θα μείνεις στον τόπο
-Για αυτό με  έφερες  από τώρα  σε αυτόν τον χλοερό τόπο;
Ο Μπερκ δεν μίλησε. Μόνο βλαστήμησε κάτι  στα  γαελικά
Έκλεισε το λάπ τοπ του και αναφώνησε
-Δεν προαβάινουμε να σε κάνουμε  πολεμική μηχανή του  καράτε οπότε θα  εστιάσουμε αλλού. Ξεκινάμε
-Ξεκινάμε
-Τρέχα
-Τι;
-RUN, run like hell motherfucker
-Θα   τρέχω μέσα στο χωριό σαν τον χαζό;
-Ναι
-Δεν κάνω  τέτοια ρεζιλίκια πράματα  ρε
-Ξεροκέφαλος  βαλκάνιος. Το περίμενα αυτό και πήρα τα μέτρα μου, είπε και έβγαλε  ένα πιστόλι. Σημάδευσε και έριξε μια   σφαίρα  κοντά στα πόδια του Βόσνιου κάνοντας τον να  χοροπηδήσει
-Μαλάκας είσαι;
-Run


 

Η ιδιόμορφη προπόνηση   είχε  ήδη ξεκινήσει
Ο  Βόσνιος  έτρεχε και από πίσω του μέσα απ το αμάξι ο Μπέρκ που και  που  του ρίχνε  μερικές πιστολιές  για να μην σταματάει
Το χωριό  σηκώθηκε στο πόδι
-Τι συμβαίνει  ; ρωτούσε ο ένας
-Ένας  τρελός πυροβολάει έναν άλλο τρελό που τρέχει γύρω  γύρω απ το χωριό
Οι άντρες   βγήκαν έξω με τις καραμπίνες τους
-Πουντος πουντος  φωνάζαν
Ξαφνικά ένα  κοριτσάκι με την παρέα του  παραμέρισαν  τους χωριάτες και φωνάξαν
-Δεν είναι  εγκληματίες . Είναι ο Πρέντραγκε Μουσλερίμοβιτς και αυτή είναι η προπόνηση του για την μεγάλη μάχη που θα δώσει για να σώσει την πόλη
Ακολούθησε ένα
"ωωωο  Μουσλερίμοβιτς" ενώ μερικοί απόρησαν "τι έιδους προπόνηση είναι αυτή με  πιστόλια;" "βοσνιακή μάλλον" "όχι , όχι ο προπονητής του είναι ένας αλκοολικός  ιρλανδός που δεν   γνωρίζει γρι  από  αθλητισμό" "καλά  θα πάει  και αυτό"
  Τα παιδάκια  του χωριού εν τω μεταξύ μπήκαν ανάμεσα στο αμάξι και τον Πρέντραγκε και τρέχανε  χαρούμενα  μαζί του
 Ο Μπέρκ άρχισε  να βρίζει και να φωνάζει
-Φύγετε απ την μέση. Με εμποδίζεται να  προπονήσω  τον  Μουσλερίμοβιτς
Τα παιδάκια  δεν ακούγαν παρά μόνο  φωνάζαν  συνθήματα για τον Πρέντραγκε


Και τρέχαν  μαζί του μέσα στο χωριό.
Κατευθύνθηκαν στην έξοδο  και τραβήξαν προς το βουνό
Ο  Πρέντραγκε άρχισε να  επιταχύνει και τα παιδάκια  λαχάνιασαν και σταμάτησαν   αλλά τον παρότρυναν να συνεχίσει


Περνώντας μπροστά από κάποια  γαιδουράκια που   χρησιμοποιούσαν οι  ξυλοκόποι του χωριού ο Μπερκ τον σταμάτησε
Ζήτησε απ τους ξυλοκόπους να  φορτώσουν στην πλάτη του Βόσνιου  τα ξύλα και μετά  τον  κάλεσε να  ανέβει   με αυτό το βάρος ως την κορυφή του βουνού
Με  πολύ δυσκολία αλλά πείσμα ο Βόσνιος  σκαρφάλωνε στην   κορυφή του βουνού πότε ουρλιάζοντας και πότε  βρίζοντας
Ο Μπερκ από πίσω του χαλαρός πίνοντας το ουίσκι του  του φώναζε
-Έλα μην γκρινιάζεις δεν είναι τίποτα. Το χεις. Παιχνιδάκι είναι
Μόλις ανέβηκε στην κορυφή  κατέρρευσε
Ο Μπερκ τον πλησίασε
-Τελειώσαμε για σήμερα ε;  ρώτησε τον Ιρλανδό
-Ναι , πόσο ακόμη να τρέξεις. Φτάνει για  σήμερα.
πάμε  κάτω στο χωριό σε έναν μελισσοκόμο που ξέρω να πάρουμε λίγο μέλι να δυναμώσουμε


Το  σπίτι του μελισσοκόμου ήταν στην άκρη του χωριού.
-Το φέρες ρώτησε ο Μπερκ με τον μελισσοκόμο να απαντάει
-Το θες μέσα στο ψυγείο του τυροκομείου; 
-Ναι
Ο μελισσοκόμος παράλληλα είχε και  ένα  δικό του οικιακό  τυροκομείο
Ο Πρέντραγκε  είδε να τον οδηγούν στο μεγάλο ψυγείο
-Που με πάτε;
Ο Μπεργκ κρατούσε  στα χέρια του  μια κυψέλη  μελισοκομίας
-Εμπιστεύσου με θα δεις
Τον βάλαν μέσα
Μετά ο  Μπέρκ άνοιξε  την κυψέλη και την πέταξε μέσα στο  ψυγείο με τον μελισσοκόμο να κλείνει  απότομα την πόρτα
-Ανοίξτε  ρε  παλαβιάρηδες; έχει παντού μέλισσες
-Η  ταχύτητα του μικρού μπορεί να συγκριθείμόνο με την ταχύτητα των μελισσών που σου επιτίθενται, προσπάθησε να αποφύγεις να σε  τσιμπήσουν  και θα αποκτήσεις την ικανότητα να  αποφεύγεις τα χτυπήματα του ρωσοπόντιου
-Είσαι μάλακς , άνοιξε ρε
-Τράβα  γαμήσου  ρε γκρινιάρη, είναι μέρος της προπόνησης. Απέφυγε τις μέλισσες για καμιά ώρα  και  τα λέμε μετά
Τα απελευθερωμένα μελίσσια  ξεκίνησαν να επιτίθενται και να τσιμπάνε παντού στο σώμα του τον Πρέντραγκε
Ο μελισόκόμος γέλασε πονηρά
-Έβαλα κάμερα  στο ψυγείο  πάμε να δουμε πως αντιδράει
Απ την κάμερα βλέπανε τον Πρέντραγκε να  κινείται γρήγορα  πέρα  δώθε  για να αποφύγει  τα  τσιμπήματα όμως κάποια στιγμή ο Βόσνιος σκέφτηκε πως αν κάτσει  εντελώς ακίνητος τα μελίσσια  δεν θα τον  πειράξουν και απλά "πάγωσε" το σώμα του
Ο μελισσοκόμος  γύρισε και κοίταξε  τον Μπερκ
-Μου γάμησε την προπόνηση ο μαλάκας, είπε ο Ιρλανδός . Κατέβασε μια γουλιά  ακόμη απ το ουίσκι  του και κοίταξε τον   χωριάτη, το περίμενα πως θα κάνε  ζαβολιά  για αυτό ετοίμασα και  πλάν μπι
-Βαρουφάκη μου εσύ, είπε  ειρωνικά ο μελισοκόμος
-Τράβα  φέρε τις αγριογάτες
  Η πόρτα του ψυγείου
 άνοιξε και  ο Μπέρκ πέταξε μέσα  5 αγριόγατες πριν την ξανακλείσει 
-Πήγες να κάνεις ζαβολιά , φώναξε στον Βόσνιο,  τώρα  έχεις να αντιμετωπίσεις και τις αγριόγατες και τις μέλισσες
-Είσαι  τρελός; Όταν βγω θα σου σπάσω τα μούτρα και σένα και του παλαβιάρη του μελισσοκόμου γαμώ τον Αγγελόπουλο  σας μέσα, φώναζε ο  Πρέντραγκε ενώ κινούταν  με ζιγκ ζαγκ μέσα στο  ψυγείο προσπαθώντας να αποφύγει τώρα  και τις  αγριόγατες και τις μέλισσες


Μετά από μια ώρα οι πόρτες ανοίξαν
Ο  Πρέντραγκε ήταν πεσμένος  μπρούμυτα και σερνόταν ως την έξοδο
-Ιρλανδέ γαμιέσαι
-Μπορεί αλλά  σήμερα έγινες  πολύ πιο γρήγορος απ τον πιτσιρικά
Καμιά μπουνιά και κλωτσιά δεν είναι γρηγορότερη από μια  μέλισσα και μια αγριόγατα
-Έχω πολλά  σημάδια από  τσιμπήματα και γρατζουνιές;
-Έχεις αλλά τι σε νοιάζει;  δεν πας για  γαμπρός
-Γαμήσου
-Μετά που θα πάω σπίτι


Κεφάλαιο 4


Τιφλίδα  1993
Η πολιτική  αστάθεια  ήταν έκδηλη  παντού
Συμμορίες ενόπλων  δείχναν να ελέγχουν την κατάσταση  στις περιοχές που κυριαρχούσαν
Κάποιοι στηρίζαν τον πρόεδρο, κάποιοι  τους αντιπάλους του
Ο  Βίκτωρ  βάδιζε  στους δρόμους  της  φτωχογειτονιάς
Στα καφενεία οι   καφετζήδες διηγούταν τον θρύλο του
Λέγαν πως  έφαγε  10 σφαίρες στην καρδιά όταν σκοτώσαν την γυναίκα του , την Βανέσα, όμως δεν πέθανε  επειδή δεν είχε καρδιά
Οι συμμορίες και ο  πρόεδρος τον θέλαν νεκρό
Κανείς όμως δεν είχε δει  το πρόσωπο του
Κανείς που να μείνε  ζωντανός τουλάχιστον
Τριγυρνούσε με τον κεμετζέ του σε  όλη την χώρα
Έπαιζε   μουσική  σε  γιορτές για να ζήσει
Και έψαχνε... τόσα χρόνια μετά συνέχιζε να ψάχνει  τους φονιάδες που ξεκλήρισαν το χωριό και  σκοτώσαν την Βανέσα
Ο δρόμος του και οι πληροφορίες του τον φέραν στην Τιφλίδα
Εδώ  βρισκόταν ο επικεφαλής  των φονιάδων και  δούλευε για μια απ τις πολλές συμμορίες που πότε υπερασπιζόταν και πότε  πολεμούσε τον πρόεδρο- ανάλογα με το ποιος της πρόσφερε  τα πιο πολλά
   Όταν μπήκε στο καφενείο  ο επικεφαλής των σφαγέων  είχε  ήδη πιεί τον τελευταίο του καφέ στην χώρα και αναχωρούσε  για την Ελλάδα όπου  νέες μπίζνες  σχεδίαζε   να ανοίξει
  Ρώτησε το όνομα του και οι πόρτες   κατευθείαν κλείσανε 
Μπορεί ο επικεφαλής να χε  φύγει , τα τσιράκια του όμως  βρισκόταν  οπλισμένοι σαν αστακοί στο καφενείο
Μόλις κλείδωσαν οι πόρτες ο καφετζής τον ρώτησε
-Τι είναι αυτό; δείχνοντας με το  βλέμμα του τον κεμετζέ
-Αυτό; ρώτησε  χαμογελώντας  ο Βίκτωρ, κεμετζές
-Παίξε μας
-Σιγουρα;
Ένας συμορίτης κάρφωσε το πιστόλι του  στον  κρόταφο του
-Παίξε  
Ο Βίκτωρ  έβγαλε μέσα απ το σακάκι του με προσεκτικές κινησεις το δοξάρι του  και ξεκίνησε να παίζει και να τραγουδά στα ποντιακά
Οι  συμμορίτες  γελούσαν
-Ένας βλάκας μουσικός είναι
-Τζάμπα  χεστήκατε  πάνω σας χαχαχα
Ξαφνικά  ο Βίκτωρ σταμάτησε να παίζει. Χτύπησε το δοξάρι του στο πάτωμα και  στην άκρη του εμφανίστηκε μια  λεπίδα μαχαιριού
Την σήκωσε και  την κάρφωσε στο κεφάλι του  καφετζή
Μετά  χτύπησε την βάση του κεμετζέ του  στο μπαρ και  εμφανίστηκε  η  κάνη ενός όπλου
Σημάδεψε και έσπειρε  την κόλαση στο καφενείο
Δεχόταν τα  πυρά των συμμοριτών αλλά τα απέφευγε  και ανταπέδιδε στέλνοτας  οποιονδήποτε τον είχε δει στον άλλο κόσμο
όταν τέλειωσε  εκτός απ τον ίδιο δεν υπήρχε κανείς  ζωντανός στο καφενείο
Φίλησε τον κεμετζέ του και βγήκε απ το κατεστραμμένο μαγαζί  με  αργές σίγουρες κινήσεις


Τώρα βάδιζε απ την οδό Λαγκαδά προς την Αγίου Δημητρίου
Στο μυαλό του έφερε  τον  γέρο σε ένα ποντοαρμενικό χωριό στα ανατολικά της Γεωργίας
Εκεί κατέφυγε  μετά την σφαγή στον γάμο
Ο γέρος ήξερε να  φτιάχνει όργανα 
Αυτός  του  προσάρμοσε τα όπλα  στο δοξάρι και τον κεμετζέ
-Η μουσική  είναι  το όπλο μας, του είπε όταν του πρόσφερε  το δημιούργημα  του, ζήσε απ την μουσική, ήταν τα τελευταία του λόγια πριν τον αποχαιρετήσει


Κοντοστάθηκε  βλέποντας κάποιους μοτοσικλετιστές της αστυνομίας  να τον προσπερνάνε 
Αδιαφόρησαν. Κανείς  άλλωστε δεν υποψιαζόταν πως  το δοξάρι και ο κεμετζές που κρατούσε ήταν τα όπλα που τον προστάτευαν



Η οδός  Ολυμπιάδος είχε κλείσει
Τα  τηλεοπτικά κανάλια  είχαν  στείλει ανταποκριτές να καλύψουν την πρες κονφερανς  που οργάνωνε ο δήμαρχος
Στον δρόμο μέσα είχε στηθεί ένα  τραπέζι και καρέκλες για τους δημοσιογράφους
Στην μια άκρη καθόταν ο Βαλέριος με τον Γιούρι, στην άλλη ο Μπερκ με τον  Πρέντραγκε
Στην μέση ο  Στέργιος Στεργίου ο σύμβουλος του δημάρχου μαζί με τον Ζαχαρία
-όπως γνωρίζεται, ξεκίνησε ο  Στεργίου, η πόλη μας έχει  γίνει θέατρο  ανάρμοστων καταστάσεων. Εμείς ως δημαρχία θεωρούμε υπεύθυνη για αυτή την ανωμαλία την πλευρά του κυρίου Μουσλερίμοβιτς 
Η πλευρά αυτή απ την μεριά της θεωρεί πως πράττει  ένα  κάποιο  θεάρεστο έργο
Νομίζει  πως βοηθά τους πολίτες
Σίγουρα  η πόλη μας  και η χώρα  τα τελευταία 20χρόνια  έχουν  χτυπηθεί από πολλές ατυχείς καταστάσεις. μνημόνια , πανδημία, ακρίβεια λόγο του πολέμου στην  Ουκρανία
Σίγουρα οι δημότες δυσανασχετούν
Σίγουρα όμως  δεν αποτελεί  λύση η παράκαμψη των νόμων και θεσμών
Η Ελλάδα είναι  δοξα τον θεό μια ευνομούμενη κοινωνία και ο πολίτης μπορεί να βρεί το δίκιο του όχι με τσαμπουκάδες αλλά προσφεύγοντας στην δικαιοσύνη και τους θεσμούς
   Απ το πλήθος πετάχτηκε ένας άνδρας και φώναξε
-Η γυναίκα μου απολύθηκε επειδή έμεινε έγκυος. Κανένα  δικαστήριο δεν την δικαίωσε
Ο  Στεργίου σήκωσε το γάντι και απάντησε
-Και αυτός είναι λόγος για να διαλύσουμε την πόλη; Γιατί αυτό κάνει  ο  κύριος Μουσλερίμοβιτς
Όπως και να χει  όλα αυτά θα  τελειώσουν σύντομα
Η πλευρά μας με την πλευρά Μουσερίμοβιτς αποφασίσε να  δοθεί ένας  αγώνας μέχρις εσχάτων
Ο νικητής θα  θέσει και τους όρους του για την ομαλή διαβίωση  στην πόλη όπως την θεωρεί αυτός ομαλή
Αυτά από μένα και τώρα ο κύριος Ζαχαρίας Τοπαλίδης θέλει να σας πει μερικά λόγια
-Καλησπέρα σας συμπατριώτες μου. Είναι  ωραίο να βρίσκομαι ανάμεσα σε αληθινούς έλληνες. Είναι ωραίο ένας έλληνας να  βρίσκεται στην Ελλάδα
Όπως έχετε ενημερωθεί ο ολλανδικός επιχειρηματικός κολοσσός μου χει εμπιστευτεί την αντιπροσώπευση του στην χώρα μας
Ως εκ τούτου  και  για να μην σας κουράσω παραπάνω  σας ανακοινώνω  πως  αναλαμβάνουμε την  τηλεοπτική κάλυψη  του αγώνα μέχρις εσχάτων καθώς και την οργάνωση του χώρου που θα διεξαχθεί
-Που θα διεξαχθεί;  ρώτησε ένας δημοσιογράφος
-Σε  πέντε  βράδια από σήμερα  εδώ που καθόμαστε.Θα ναι αυτό που λέμε πάλη του δρόμου. Χωρίς κανόνες
-Η πλευρά Μουσλερίμοβιτς τι έχει να δηλώσει;  ρώτησε ένα δημοσιογράφος
-Τίποτα, απάντησε ο Μπερκ, παραβρεθήκαμε εδώ γιατί ήταν ένας απ τους όρους της συμφωνίας  που έθεσαν οι δημαρχαίοι
Μας είδατε, σας είδαμε , μας ξέρετε, σας ξέρουμε  γεια σας
Θα τα πούμε στον αγώνα
-Ελπίζω να μην  λακίσετε  τόσο γρήγορα και απ τον αγώνα , φώναξε απ την άλλη μεριά του τραπεζιού ο Βαλέριος και γελάσανε όλοι
Ο Μπερκ σηκώθηκε  και  κούνησε απειλητικά το μπουκάλι με το ουίσκι που κράταγε
-Αμα  στο κοπανήσω  στο κεφάλι  θα  δούμε  αν θα λες  τέτοιες μαλακιες , του απάντησε
Ο  Βαλέριος σηκώθηκε και βρίζοντας  κατευθύνθηκε προς το μέρος του
Το ίδιο έκανε και ο Μπερκ
Ο Γιούρι κοίταξε τον Μουσλερίμοβιτς και κούνησαν και οι δυο το κεφαλι τους και όρμηξαν να  συγκρατήσουν τους δικούς τους
Δημιουργήθηκε αναστάτωση
-Μεθύστακα  ροκά, φώναζε ο  Βαλέριος, σε γαμώ για ένα κιλό πατάτες
-Μου κλάνεις τα αρχίδια  βόδι, εγώ  έζησα την εποχή του Γκάλαχερ όσο εσύ άρμεγες  αρκούδες στο κωλοχώρι  σου  βλάκα
-Και ποιος είναι ο Γκάλαχερ που πρέπει να  τον ξέρουμε;
Ο Μπερκ σάστισε και μετά έσκασε στα γέλια
-Άντε ρε με τον βλακα , πάμε να φύγουμε  , είπε στον Πρέντραγκε που τον κρατούσε να μην ορμήξει
Φεύγανε και μονολογούσε
-Ποιος είναι ο Γκαλαχερ; Είναι  δυνατόν το ζώον να ρώτησε τέτοιο πράμα; 
Προσπερνούσαν μπροστά απ τον Βίκτωρ  
Ο Μπερκ τον κοίταξε με συμπάθεια και  ξαναμονολόγησε
-Το πιστεύεις φίλε  ; Δεν ξέρει ποιος  είναι ο Γκάλαχερ
O Βαλέριος  ΄φωναξε από μακριά
-Άσε τον άνθρωπο  ρε  καραγκιόζη
Εμείς  είμαστε πόντιοι δεν είαμστε υποχρεωμένοι να ξέρουμε κανέναν Γκαλαχερ
Καλά  δεν τα λεώ αδερφέ; ρώτησε τον Βίκτωρ
Ο Βίκτωρ χαμογέλασε
Έβγαλε τον κεμετζέ και το δοξάρι του και ξεκίνησε να παίζει τις πρώτες νότες απ το tatooed lady και να   τραγουδάει

Ο κόσμος  τρελάθηκε και άρχισε να  χειροκροτεί
Ο Ζαχαρίας παρατηρούσε πολύ προσεκτικά τον Βίκτωρ
Ο Βαλέριος  πήρε τον  Γιούρι και φύγανε
Ενώ έπαιζε ο   Βίκτωρ  βγήκαν  διάφορα  παιδιά  απ την γειτονιά  φοιτητές με   πνευστά όργανα και τον συνόδευαν   αυτοσχεδιάζοντας, μετατρέπντας ένα καθαρό blues rock τραγούδι σε  ποντιακό λάτιν
Ο  Βίκτωρ είχε απορροφηθεί  στην μαγεία της μουσικής. Περισσότερο προασπαθούσε να  συγκρατήσει την οργή του
Ο Ζαχαρίας τον κοίταζε γοητευμένος απ την μουσική 
Ο  Βίκτωρ  ένιωθε  το βλέμμα του  επικεφαλής  της σφαγής στο χωριό του Καυκάσου που  του πήρε απ την ζωή  την Βανέσα



Κεφάλαιο 5
Η Βενετία ήταν ξαπλωμένη  στο  σπίτι της Αριάνας
Η κυρά Ζωή μπήκε στην κρεββατοκάμαρα  πηγαίνοντας της λίγο τσάι
-Πως είσαι κόρη μου; την ρώτησε
-Πως να είμαι κυρά Ζωή; Σε λίγες μέρες  ο γιος θα  είναι ή νεκρός ή  φυλακισμένος
Η κυρά Ζωή έκατσε  δίπλα της και της έπιασε το χέρι
-Καταλαβαίνεις πως  ο μόνος κερδισμένος απ αυτό θα ναι  αυτό το κοπούκι ο  δήμαρχον και η  νεραξία που ακολουθά τον   ατός ο Στεργίου
  Η  Βενετία κούνησε το κεφάλι της
-Ούι αναθεμά τους , μονολόγησε  η  κυρά Ζώη , επαγιδεύσαν και   τον παιδάν σου και  τον  Πρέντραγκε μου, ντο θα  φτάμε;
-Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι
-Αν οβρίσκαμεν έναν πιστόλαν και εσκότωνα τους ;
-Τι;
-Ντο; Πόσα χρόνεα  να εφυλακίζαμεν. Γρέα  γυναίκα είμαι ο δικαστήν θα ελυπούταμεν 
-Τι λες κυρά Ζωή;
-Αν δεν  ζουν ο δήμαρχον και η νεραξία του δεν θα   υπάρχει λόγος να γίνει ο αγώνας
-Ούτε να  πας φυλακή γίνεται
-Ουι το πολάν  κάνα  χρόνον να εκλείγαμεν απές 
Θα επήκα και κάναν μεροκάματον  δεν θα με  αφήναν μετάν;
Η  Βενετία δεν άντεξε και γέλασε
Η κυρά Ζωή  την αγκάλιασε
-Έτσι κόρεν μου , να  γελάς. Θα  οβρίουμες  την λύσιν μην πολλά  στεναχωρείσαι
Εκείνη την ώρα γύρισε απ την  δουλειά  στο σπίτι η Αριάνα και είδε  τις  δυο γυναίκες  σαν μάνα και κόρη αγκαλιασμένες να  γελάνε
-Τι έχασα;
-Την κυρά Ζωή να οργανώνει την δολοφονία του  δημάρχου
-Ααααα, αναφώνησε η  Αριάνα  δήθεν παρεξηγημένη, δεν είστε εντάξει. Σχεδιάζετε  να  σκοτώσετε τον δήμαρχο και μένα μ αφήνετε στην απ έξω;
Εκείνη την ώρα μπήκε η Μπέσα και φώναξε
-Τι έγινε εδώ; Στήσαμε εγκληματική οργάνωση;
-Μόνο; απάντησε  η  Αριανα, και βάλε Οι δυο πόντιες  σχεδιάζουν να φάνε κόσμο και κοσμάκη και εμάς μας αφήνουν στην απ  έξω  επειδή  είμαστε αλβανίδες. έτσι ειπανε
-Ψέματαν, φώναξε η κυρα Ζωή, χάσον ντο λες  αλβανέσα παλαλέσα και συ πα
-Τέρμα,  φώναξε η Μπέσα, ετοιμαστείτε , πάμε ταβέρνα , να φάμε και να οργανώσουμε  φόνους,  βομβιστικές ενέργειες, απαγωγές , ληστείες
Αυτά  δεν γίνονται με νηστικό στομάχι
Φύγαμε






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πρέντραγκε Μουσλερίμοβιτς επεισόδιο 1-Yuris decision

Πρέντραγκε Μουσλερίμοβιτς 4-your mother was a prositute